συσσωρεύοντας

συσσωρεύοντας
συσσωρεύω
heap up together
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι …   Dictionary of Greek

  • κατατυμβοχοώ — κατατυμβοχοῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού τυμβοχοώ*) κατασκευάζω τάφο, τύμβο με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυμβοχοῶ «κατασκευάζω τύμβο συσσωρεύοντας χώμα»] …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • παραφρυγανίζω — Α (κυρίως το μέσ.) παραφρυγανίζομαι ανυψώνω τις όχθες ενός οχετού συσσωρεύοντας φρύγανα και χώμα, ενισχύω το πρόχωμα μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυγανίζω «καίω»] …   Dictionary of Greek

  • απιόσωμα — (apiosoma). Γένος πρωτοζώων, που ζουν παρασιτικά επάνω σε ψάρια του γλυκού νερού και μετακινούνται με τη βοήθεια δονητικών βλεφαρίδων που καλύπτουν την κυτταρική μεμβράνη του σώματός τους. Με την ίδια ονομασία αναφέρονται και πρωτόζωα της τάξης… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Μαλπίγκι, Μαρτσέλο — (Marcello Malpighi, Κερεβαλκόρε, Μπολόνια 1628 – Ρώμη 1694). Ιταλός φυσιολόγος και ανατόμος. Το 1653 πήρε πτυχίο ιατρικής και φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Πίζας (1656 59), της Μεσσήνης (1662 66) και της …   Dictionary of Greek

  • Μασαχουσέτη — (Massachusetts). Πολιτεία (21.465 τ. χλμ., 6.397.304 κάτ. το 2001) των βορειοανατολικών ΗΠΑ, στη Νέα Αγγλία, με πρωτεύουσα τη Βοστόνη. Συνορεύει με τις ομόσπονδες πολιτείες Νιου Χαμσάιρ και Βερμόντ στα Β, Νέα Υόρκη στα Δ, Κονέκτικατ και Ροντ… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”